- ακόνδυλος
- -η, -ο (Α ἀκόνδυλος, -ον) [κόνδυλος]νεοελλ.αυτός που δεν έχει αρμούς, κλειδώσειςαρχ.αγρονθοκόπητος, άδαρτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκόνδυλον — ἀκόνδυλος without knuckles masc/fem acc sg ἀκόνδυλος without knuckles neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… … Dictionary of Greek